- εύπρωρος
- εὔπρῳρος, -ον (Α)αυτός που έχει ωραία πλώρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πρωρος (< πρώρα), πρβλ. καλλί-πρῳρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔπρῳρον — εὔπρῳρος with goodly prow masc/fem acc sg εὔπρῳρος with goodly prow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρῴρου — εὔπρῳρος with goodly prow masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούπρωρος — βούπρῳρος, ον (Α) 1. όποιος έχει μέτωπο ή πρόσωπο βοδιού 2. η βούπρῳρος (θυσία) προσφορά 100 προβάτων και ενός βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πρῴρα (πρβλ. εύπρῳρος, καλλίπρῳρος, οξύπρῳρος)] … Dictionary of Greek